Ιστορία της Ρόδου

Η θέση της ως δημοκρατικής και ουδέτερης πόλης ανάμεσα στις ελληνιστικές μοναρχίες εδραιώνεται κυρίως μετά την απόκρουση της πολιορκίας του Δημήτριου του Πολιορκητή. Από την πώληση των πολιορκητικών μηχανών που ο Δημήτριος εγκαταλείπει, χρηματοδοτείται η κατασκευή του Κολοσσού Ρόδου, που αποτελεί ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας.

Η πόλη εξελίσσεται σε μεγάλη ναυτική δύναμη και στο κύριο διαμετακομιστικό εμπορικό και τραπεζικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου σημειώνοντας ταυτόχρονα μεγάλη πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη. Όμως η άνοδος της Ρώμης διακόπτει την ακμή της πόλης.

Η νέα τάξη πραγμάτων της pax romana δεν μπορεί να ανεχθεί την παρουσία οποιασδήποτε άλλης ανταγωνιστικής στη Ρώμη πόλης. Το 42 π.Χ. οι Ρωμαίοι πολιορκούν και κυριεύουν τη Ρόδο. Της αφαιρούν το στόλο και την απογυμνώνουν από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που την κοσμούν, μεταφέροντάς τους στη Ρώμη.

Η Ρόδος, παρά το ότι καταφέρνει να διατηρήσει για πολλά χρόνια ακόμα την πνευματική και πολιτιστική ακτινοβολία της, έχει εισέλθει πια σε τροχιά παρακμής και τελικά μετατρέπεται σε μια απλή επαρχία της Ρωμαϊκής και αργότερα της διάδοχης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η οικονομική παρακμή, οι φυσικές καταστροφές και οι εχθρικές επιδρομές δεν επιτρέπουν στη Ρόδο να ανακτήσει το χαμένο κλέος. Η αρχαία πόλη συρρικνώνεται και περιορίζεται στα σημερινά όρια της μεσαιωνικής πόλης. Δε χάνει βέβαια τη στρατηγική σημασία της και εξακολουθεί να αποτελεί ναυτική βάση και εμπορικό σταθμό των Βυζαντινών, αλλά ελάχιστα πράγματα θυμίζουν την αρχαία ένδοξη εποχή.

Κατά τη Λατινοκρατία η Ρόδος ακολουθεί παρόμοια τύχη με τα υπόλοιπα νησιά του αρχιπελάγους, αλλάζοντας συνεχώς άρχοντες, ώσπου το 1309 το νησί καταλαμβάνεται από το πολυεθνικό στρατιωτικό-θρησκευτικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι εκπατρισμένοι (μετά την επανάκτηση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους), αναζητούν νέα έδρα.